- εύκλωστος
- η , ο [ος , ον ] легко поддающийся прядению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εύκλωστος — η, ο (Α εὔκλωστος, ον) αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που είναι κλωσμένος καλά … Dictionary of Greek
ἐύκλωστον — ἐΰκλωστον , ἐύκλωστος well spun masc/fem acc sg ἐΰκλωστον , ἐύκλωστος well spun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκλώστοιο — ἐϋκλώστοιο , ἐύκλωστος well spun masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκλώστοισι — ἐϋκλώστοισι , ἐύκλωστος well spun masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)